- κλίκα
- klika (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
κλίκα — η (λ. γαλλ.), ομάδα ανθρώπων που περιστοιχίζουν και επηρεάζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο κι ακόμη υποστηρίζονται μεταξύ τους για να πετύχουν ιδιοτελείς σκοπούς: Ο κάθε υπουργός έχει και την κλίκα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίκα — η 1. ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο με σκοπό την προαγωγή τών συμφερόντων τους 2. άτομα αλληλοϋποστηριζόμενα για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clique < cliquer «χειροκροτώ»] … Dictionary of Greek
Kostas Skarvelis — (Greek: Κώστας Σκαρβέλης) (Constantinopleref|no anachronism| [a] , Ottoman Empire 1880 Athens, Greece April 8, 1942) was a Greek composer of popular music, οf the genre of rembetiko ( ρεμπέτικο ) in particular. He also wrote the lyrics for his… … Wikipedia
παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… … Dictionary of Greek
συγκρότημα — το, ΝΜΑ [συγκροτῶ] άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη νεοελλ. 1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα») 2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο… … Dictionary of Greek